πρωτάγριον

πρωτάγριον
πρωτάγριον
first fruits of the chase
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάγρια — πρωτάγριον first fruits of the chase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”